πράυνσις

πράυνσις
πράϋνσις , πράυνσις
softening
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηρέμισις — ἠρέμισις, ἡ (Α) [ηρεμίζω] καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • πράϋνση — η / πράϋνσις, ύνσεως, ΝΑ, ιων. τ. πρήϋνσις, Α [πραΰνω] 1. τροπή μιας κατάστασης από την ένταση στην ηρεμία, κατευνασμός 2. (σχετικά με θυμό) μαλάκωμα, ημέρωμα 3. ιατρ. (σχετικά με σωματικό πόνο) ανακούφιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”